- ἀνοικισμός
- ἀνοικισμόςrebuildingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανοικισμός — ἀνοικισμός, ο (Α) 1. ανοίκιση* 2. η ανοικοδόμηση, το ξαναχτίσιμο μιας πόλης … Dictionary of Greek
ἀνοικισμοί — ἀνοικισμός rebuilding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμοῦ — ἀνοικισμός rebuilding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμούς — ἀνοικισμός rebuilding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμῷ — ἀνοικισμός rebuilding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμόν — ἀνοικισμός rebuilding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)